- φατρία
- η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φρατρία, και ιων. τ. φρητρία, και φητρία, Ανεοελλ.ομάδα ανθρώπων, στους κόλπους μεγαλύτερης ομάδας, ιδίως πολιτικής, από την οποία αποχωρίζονται για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντανεοελλ.-μσν.στον πληθ. οι φατρίες(στο Βυζ.) αθλητικές οργανώσεις τών βυζαντινών πόλεων, και ιδίως τής Κωνσταντινούπολης, οι οποίες είχαν την αποστολή να οργανώνουν αθλητικές ή άλλες εκδηλώσεις, διακρίνονταν από τα χρώματα τής περιβολής τών μελών τους, που ήταν αντίστοιχα προς τα χρώματα τών λεγόμενων δήμων, όπως λ.χ. πράσινοι, βένετοι, κόκκινοι, λευκοί, και ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα δημόσια πράγματα μέχρι τον 7ο αιώναμσν.συνωμοσίαμσν.-αρχ.συνασπισμός, συμμαχία, σύνδεσμοςαρχ.φράτρα*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φρατρία έχει σχηματιστεί από τη ρίζα τής λ. φράτηρ (< IE *bhrāter- «αδελφός», βλ. λ. φράτηρ), με απαθές το πρώτο και μηδενισμένο το δεύτερο φωνήεν και κατάλ. -ία και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. bhrātra-, bhratrya-, αρχ. σλαβ. bratrĭja, bratĭja με σημ. «αδελφότητα». Ο τ. φατρία, που διατηρείται και στη Νέα Ελληνική, με ανομοιωτική αποβολή τού -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.